- ονοκόπος
- ὀνοκόπος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυρο-κόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀνοκόπος — chipping millstones masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνοκόπον — ὀνοκόπος chipping millstones masc/fem acc sg ὀνοκόπος chipping millstones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek